- μικροπύρηνος
- -η, -ο (Α μικροπύρηνος, -ον)(για καρπούς) αυτός που έχει μικρό πυρήνα, μικρό κουκούτσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + πυρήν, -ῆνος (πρβλ. μαλακο-πύρηνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροπυρηνότερον — μικροπύρηνος with small kernels adverbial comp μικροπύρηνος with small kernels masc acc comp sg μικροπύρηνος with small kernels neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek